- ἕλκεσι
- ἕλκοςwoundneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἄλλων ἰατρὸς ἔλκεσι βρύων. — См. Врачу, исцелися сам … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
врачу, исцелися сам — (иноск.) исправься сам прежде, чем осуждать других Ср. Aliorum medicus, ipse ulceribus scatea. Ср. Άλλων ιατρός ελκεσι βρύων. Врач других, а сам в ранах. Plutarch. in commentario. Ср. Иисусу подали книгу пророка Исаии, и Он... нашел место, где… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Врачу, исцелися сам — Врачу, исцѣлися самъ (иноск.) исправься самъ прежде, чѣмъ осуждать другихъ. Ср. Aliorum medicus, ipse ulceribus scates. Ср. Ἄλλων ἰατρὸς ἔλκεσι βρύων. Пер. Врачъ другихъ, а самъ въ ранахъ. Plutarch. in commentario. Ср. Іисусу подали книгу пророка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ενστόμιος — ἐνστόμιος, ον (Α) [στόμα] αυτός που βρίσκεται μέσα στο στόμα («ἐνστομίοις ἕλκεσι») … Dictionary of Greek
ερνεσίπεπλος — ἐρνεσίπεπλος, ον (Α) (επίθ. τού Διονύσου) αυτός που περιβάλλεται με έρνη, (= νεαρά βλαστήματα). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρνεσι μορφή με την οποία απαντά ο τ. έρνος ως α’ συνθετικό (κατά τα ελκεσι πεπλος, τερψιμ βροτος) + πέπλον] … Dictionary of Greek
μελεσίπτερος — μελεσίπτερος, ον (Α) (για τον τζίτζικα) αυτός που τραγουδά, που σφυρίζει με τα φτερά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + πτερος (< πτερόν), κατά το ἑλκεσί πτερος] … Dictionary of Greek
τανύπεπλος — ον, Α 1. (ως προσωνυμία γυναικών τής υψηλής κοινωνίας και θεαινών) αυτός που φορεί μακρύ πέπλο 2. φρ. «πλακοῡς τανύπεπλος» κωμική έκφραση στον Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πεπλος (< πέπλος), πρβλ. ἑλκεσί… … Dictionary of Greek